αεξιφυτος

αεξιφυτος
    ἀεξίφυτος
    ἀεξί-φῠτος
    2
    питающий растения
    

(Ἠώς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αεξιφυτος" в других словарях:

  • αεξίφυτος — ἀεξίφυτος, ον (Μ) αυτός που τρέφει και αυξάνει τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φυτόν] …   Dictionary of Greek

  • ἀεξιφύτοιο — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιφύτοισιν — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιφύτου — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιφύτων — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιφύτῳ — ἀεξίφυτος nourishing plants masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»